- επιστολέας
- ο (Α ἐπιστολεύς) [επιστέλλω]υπαρχηγός τού στόλου ή αντιπρόσωπος τού αρχηγού τού στόλουαρχ.1. αυτοκρατορικός γραμματέας2. γραμματοκομιστής, ταχυδρόμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πόλλις — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος. Ήταν ένας από τους απεσταλμένους στον βασιλιά των Περσών Αρταξέρξη, για να ζητήσουν συμμαχία και οικονομική βοήθεια (430 π.Χ.). Τα μέλη της αντιπροσωπείας αυτής, περνώντας από τη Θράκη, προσπάθησαν να πείσουν … Dictionary of Greek